Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρη, εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα παπούτσια. Παλιότερα όμως, ο τσαγκάρης τα έφτιαχνε ο ίδιος από την αρχή μετά από παραγγελίες. Στη Ρόδο υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες (βοηθούς) και τσιράκια (μαθητευόμενους). Δούλευαν ολημερίς για να ανταποκριθούν στις παραγγελίες, ιδιαίτερα όταν πλησίαζαν γιορτές.

Η κατασκευή ήταν χειροποίητη, αφού τα πάντα ήταν ραφτά ή καρφωτά. Έπαιρναν τη στάμπα του πέλματος του πελάτη, έφτιαχναν πρώτα το πάνω μέρος και ύστερα έκοβαν τη σόλα.

Εργαλεία της δουλειάς
Πάγκος: όπου ακουμπούσαν όλα τα πράγματα.
Τρυπητήρι: ανοίγει τρύπες για τα κορδόνια.
Πέταλο: αυτά τα βάζανε στις μύτες των παπουτσιών.
Σουβλί: Το χρησιμοποιούσαν όπως και το τρυπητήρι.
Τρίποδο αμόνι (κατσαμπροκάς): ένα από τα πιο βασικά εργαλεία που σ' αυτό βάζανε το παπούτσι για να το επεξεργαστούμε και να το τελειοποιήσουμε.
Το καλούπι, το καλαπόδι: για να δώσουν το σχήμα.
Τα καρφιά, τα φαλτσέτα, τα σφυράκια, η τανάλια, η βελόνα του αγριόχοιρου, η κλωστή (τζίβα), η τάβλα.
Μια μηχανή που λεπταίνει τη σόλα, η πρέσα και μια ξυλουριστική μηχανή που κόβει τη σόλα.
Κατσαπρόκο: ήταν ένα μικρό σουβλί, με το οποίο άνοιγαν τρύπες και έβαζαν ξυλόπροκες οι οποίες κρατούσαν τα πετσιά (σόλες).
Κατόχι: ήταν ένα σχοινί με το οποίο στερέωναν το παπούτσι.
Τρίχες από αγριογούρουνο: με αυτές έραβαν βόρδουλα.
Υλικά που χρησιμοποιούσαν.
Σόλες, τακούνια, δέρμα, τα φόντια, τα πέταλα, μπογιές, κόλλα, ψαρόκολλα, πινέλο, γυαλόχαρτο το οποίο χρειάζεται για να μην μείνουν ατέλειες, το γυαλιστικό, το λάδι και τέλος τα ξυλόκαρφα τα οποία έχουν αντικατασταθεί με τα καρφιά.

Με τον καιρό τα πάντα βιομηχανοποιήθηκαν και χάθηκε και η δουλειά των τσαγκάρηδων.